διαλλαγῆς

διαλλαγῆς
διαλλαγή
interchange
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαλλαγής — Ορυκτό πυριτικό άλας ασβεστίου, μαγνησίου και σιδήρου. Ανήκει στην ομάδα των μονοκλινών πυροξένων. Εμφανίζεται σε κρυστάλλους με σχισμογενείς έδρες. Έχει λάμψη γυαλιού και χρώμα καστανοπράσινο έως καστανόμαυρο. Η σκληρότητά του κυμαίνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • διαλλαγῇς — διαλλάσσω interchange aor subj pass 2nd sg διαλλάσσω interchange aor subj pass 2nd sg διαλλαγή interchange fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαγισμός — ο, Ν 1. το σελάγισμα 2. (ορυκτ.) αστραφτερή ανταύγεια που παρατηρείται σε ορισμένα φυτά, όπως είναι ο ηλιόλιθος, ο αβεντουρίνης και ο διαλλαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελαγίζω. Η λ. ως επιστημον. όρος αποτελεί απόδοση τού γερμ. Schiller] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”